Φλία — Φλίᾱ , Φλίης masc nom/voc/acc dual Φλίης masc voc sg Φλίᾱ , Φλίης masc voc sg (attic) Φλίᾱ , Φλίης masc gen sg (doric aeolic) Φλίης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλιά — φλῑά̱ , φλιά doorposts fem nom/voc/acc dual φλῑά̱ , φλιά doorposts fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλιά — η το κατώφλι: Στεκόταν στη φλιά και δεν έμπαινε μέσα στο δωμάτιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλιᾷ — φλῑᾷ , φλιά doorposts fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φλίας — Φλίᾱς , Φλίης masc acc pl Φλίᾱς , Φλίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλειός — ὁ, Α η φλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φλιά* / φλειά με αλλαγή γένους κατά τα αρσ.] … Dictionary of Greek
порог — род. п. ога, укр. порiг, род. п. порогу, др. русск. порогъ, ст. слав. прагъ φλιά (Супр., Клоц.), болг. праг(ът), сербохорв. пра̏г, словен. pràg, род. п. praga, чеш. prah, слвц. рrаh, польск. prog, род. п. progu, в. луж. рrоh, н. луж. рrоg, полаб … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ανώφλι — το (Μ ἀνώφλιον) το επάνω μέρος της πόρτας, φτιαγμένο από ξύλο, πέτρα ή άλλο υλικό, το υπέρθυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. ουσ.) ανώφλιον < άνω + φλιά «παραστάδα θύρας»] … Dictionary of Greek
καταφλιά — καταφλιά, ἡ (Α) φρ. «καταφλιὰ τῆς θύρας» η αίθουσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φλιά «ανώφλι»] … Dictionary of Greek
κατώφλι — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική, στη βιολογία και στην ψυχολογία, για να υποδηλώσει τον ελάχιστο βαθμό έντασης τον οποίο πρέπει να φτάσουν διάφοροι τύποι φυσικής, χημικής ή ψυχοφυσικής ενέργειας, για να καταστεί δυνατή η εκδήλωση ορισμένων… … Dictionary of Greek